Τό Βυζάντιο ὑπῆρξε θεοκρατικό καί θρησκευτικό ἀλλά ἐξόχως ἐρωτικό ταυ-τόχρονα.Στήν ὕστερη ἑλληνική ἀρχαιότητα, τό μέτρο ὡς κανόνας ζωῆς σπάει, ἐλευθε-ρώνοντας ὀρμές, ροπές, αἰσθήματα, ἐρωτικά σκιρτήματα πού ἔκαναν τήν ζωήδραματικότερη μέ τό ἐρωτικό πάθος νά κυριαρχεῖ καί νά συγκρούεται μέ τόπάθος τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἀπό τήν ἄλλη πλευρά.Ἡ χωροχρονική ροή τοῦ δράματος καί τοῦ ἐρωτικοῦ μυθιστορήματος, σέ πρό-ζα εἴτε ἔμμετρη, εἶναι ακατάπαυστη, ἀδιάκοπη καί συνεχής μέχρι σήμερα.Τό δράμα καί ὁ ἔρωτας ἦταν ταυτόσημες ἔννοιες, οἱ οποίες δέν ἐκλείπουν στόνἔρωτα τῆς ἐδῶ ζωῆς.Ἡ μεσαιωνική φάση τῆς ἑλληνικῆς μυθιστορίας εἶναι ἐλάχιστα γνωστή στόεὑρύ κοινό ἀκόμα καί οἱ ἔμμετρες μυθιστορίες τῆς Παλαιολόγειας περιόδου,τοῦ ὕστερου Ἑλληνικοῦ μεσαίωνα, γραμμένες σέ γλῶσσα δημῶδη, καθώς καίαὐτές σχεδόν ἀποκλειστικά οἱ εκδόσεις τους ἀπευθύνονται σέ περιορισμένο κοινόμέ ἐνδιαφέρον ἐπιστημονικό φιλολογικό. Οἱ εἰδικοί χρησιμοποιοῦν τίς συγκεκρι-μένες μυθιστορίες -θεωρῶντάς τες μάλιστα μιά λαϊκή, δημῶδη λογοτεχνία-,ὡς κλειδί τῆς ἀπόδειξης τῆς συνέχειας τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας.Ἡ πιό ριζοσπαστική μορφή τῆς λογοτεχνικῆς παραγωγῆς μετά τό 1204εἶναι ἡ ἐμφάνιση τῆς δημῶδους γλῶσσας, στήν ὁποία καί γράφεται ἀποκλει-στικά ἡ μυθοπλαστική λογοτεχνία τοῦ 14ου αἰ.
Αγλαΐα Κάσδαγλη (Πρόλογος)