Είμαστε στο 1983 και μια οικογένεια μετακομίζει στο Λάντλοου του Μέιν για μια καινούργια αρχή. Είναι όλα υπέροχα, το τοπίο γαλήνιο, οι γείτονες διακριτικοί και φιλικοί, η δουλειά του μπαμπά ενδιαφέρουσα, τα πάντα όμως θα αλλάξουν όταν πεθάνει ο γάτος τους και θαφτεί στο κοντινό «Νεκρωταφίο Ζώων».
Άλλο ένα δυνατό, ανατρεπτικό και άκρως τρομακτικό μυθιστόρημα του Stephen King που όποτε το σταματούσα δεν έπαυα να το σκέφτομαι και όποτε προχωρούσα δεν ήθελα να μάθω τη συνέχεια γιατί έβλεπα το μέγεθος της φρίκης να έρχεται καταπάνω μου. Ένα από τα πολύ καλά έργα του αγαπημένου μου συγγραφέα τρόμου που με άφησε απόλυτα ικανοποιημένο μα πάνω απ’ όλα ξάγρυπνο. Ο Λούις Κριντ μετακομίζει με τη σύζυγό του, Ρέιτσελ και τα παιδιά τους, Αϊλίν και Γκέιτζ, σ’ ένα όμορφο και ήσυχο μέρος όπου τα πάντα φαίνονται τέλεια, αν εξαιρέσεις τον επικίνδυνο δρόμο έξω από το σπίτι όπου περνάνε φορτηγά και αυτοκίνητα με μεγάλη ταχύτητα. Ο Λούις είναι γιατρός και προσλήφθηκε ως διευθυντής της Ιατρικής Υπηρεσίας του τοπικού πανεπιστημίου και ανυπομονεί να κάνουν όλοι μαζί μια νέα αρχή μακριά από τον τοξικό πεθερό του και το βάρος που κουβαλάει η γυναίκα του ως απότοκο της αδελφής της και της ασθένειας με την οποία πάλεψε. Πολλές οι δυσκολίες προσαρμογής και οι αλλαγές από την ως τότε ζωή τους αλλά τους βοηθάνε με χαρά ο ογδοντάρης γείτονας Τζάντσον Κράνταλ και η σύζυγός του, Νόρμα, που πάσχει από αρθρίτιδα. Πολλές φορές μάλιστα ο Τζάντσον και ο Λουίς κάθονται στη βεράντα του πρώτου, «η σιωπή ανάμεσά τους ήταν άνετη, σαν να γνωρίζονταν από καιρό και δημιουργούσε μια αίσθηση οικειότητας» όσο οι γυναίκες τους ανταλλάσσουν συνταγές μαγειρικής.
Πίσω από το σπίτι υπάρχει ένα μεγάλο λιβάδι και πέρα από αυτό ένα πυκνό δάσος που οδηγεί στο «Νεκρωταφίο Ζώων», όπου τα παιδιά της πόλης έχουν θάψει τα κατοικίδιά τους, τα περισσότερα από τα οποία έχουν πεθάνει εξαιτίας του πολυσύχναστου δρόμου με τα φορτηγά. Ο Τζάντσον μια μέρα πηγαίνει την οικογένεια του Λούις εκεί κι αυτό θα στιγματίσει τη μικρή Αϊλίν, μιας κι έρχεται αντιμέτωπη με την αλήθεια του θανάτου. Έχει πάντα μαζί της τον γάτο της, τον Τσορτς, και το κοιμητήριο τη βάζει σε άσχημες σκέψεις: «Δεν θέλω να πεθάνει ποτέ ο Τσορτς! Είναι δικός μου γάτος! Δεν είναι του Θεού! Να πάρει δικό του γάτο ο Θεός!» (σελ. 77). Ο συγγραφέας δίνει μια άψογη αποτύπωση του παιδικού φόβου για το αναπόφευκτο του θανάτου, παραθέτει σωστά επιχειρήματα και χαρίζει προσεγμένες σκιαγραφήσεις χαρακτήρων. Να όμως που τα πράγματα θα στραβώσουν όταν ένας νεαρός με ανοιγμένο κεφάλι μεταφέρεται στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου και πριν πεθάνει λέει: «Το Νεκρωταφίο Ζώων δεν είναι το πραγματικό νεκροταφείο. Μείνε μακριά από μας»! Στη συνέχεια, μια σειρά από ανεξήγητα γεγονότα θα ανατρέψουν τη γαλήνια εικόνα του τοπίου και την ήσυχη οικογενειακή ζωή που τόσο λυρικά και ρεαλιστικά δόθηκε αρχικά στον αναγνώστη. Ο Τσορτς πέφτει κι αυτός θύμα της ασφάλτου, οπότε ο Τζαντ αποφασίζει να αποκαλύψει στον Λούις ένα μεγάλο μυστικό.
Ο Stephen King χαρίζει άφθονο λυρισμό που κάνει το τοπίο και την καθημερινότητα των πρωταγωνιστών ειδυλλιακή: «Στ’ ανατολικά, το πυκνό δάσος έκλεινε τη θέα, προς τα εκεί που κοίταζαν όμως, προς δυσμάς, η γη του αποκαλόκαιρου κατρακυλούσε σε ονειρικά κύματα, χρυσαφένια και νυσταλέα. Τα πάντα ήταν ακίνητα, θολωμένα, σιωπηλά» (σελ. 57). Τα καλολογικά στοιχεία του κειμένου φυσικά δεν προϊδεάζουν για τη φρίκη που θα ακολουθήσει και δε διστάζουν με την παρουσία τους σε απρόσμενα σημεία του κειμένου να τη μεγεθύνουν: «Οι δυο τους έστεκαν στη φωτεινή, αναξιόπιστη ζεστασιά του Μάρτη που αγωνιζόταν να γίνει Απρίλης» (σελ. 343). Και τότε…. Από την άλλη, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου περνάνε σημαντικά διαχρονικά και πανανθρώπινα μηνύματα γύρω από τον φόβο του θανάτου και κυρίως για την αγάπη και ως πού μπορεί να φτάσει κανείς για το πρόσωπο που λατρεύει. Ό,τι και να κάνουμε, ο άνθρωπος μεγαλώνει και οδεύει προς το αναπόφευκτο, η ζωή έχει πάντα τρόπο να χαράζει τη δική της ζωή και κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι: «Στ’ αλήθεια θα γεράσουμε…Το παιδί πήρε τον δρόμο του…το ίδιο κι εμείς» (σελ. 52). Ή μήπως μπορεί; Και με τι συνέπειες; Τι κόστος; Κάποιος είναι έτοιμος πλέον να κάνει κάτι ασύλληπτο: «Επρόκειτο πράγματι για το πιο σημαντικό μάθημα της ζωής του και… ήταν εκατό τοις εκατό αποφασισμένος να το περάσει μετ’ επαίνων» (σελ. 470). Θα τα καταφέρει;
Ο θάνατος κυριαρχεί παντού στο βιβλίο σε όλες του τις μορφές και με όλες του τις εκφάνσεις και οι ήρωες του μυθιστορήματος καταθέτουν διαφορετικές και συχνά αντικρουόμενες απόψεις, παρακινώντας τον αναγνώστη να σκεφτεί πάνω σε αυτό όσο γίνεται πιο αντικειμενικά, ακόμη και να συμφιλιωθεί μαζί του: «Ο θάνατος, με την εξαίρεση ίσως της γέννησης, ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο», λέει ο γιατρός πραγματιστής Λούις. Ναι αλλά από την άλλη: «Ο θάνατος δεν έχει τίποτα το φυσικό», υποστηρίζει η Ρέιτσελ. Επιπλέον, η σημερινή εποχή αντιδιαστέλλεται μέσω του ηλικιωμένου Τζαντ με το παρελθόν, όπου μεταξύ των δύο πολέμων υπήρχε σημαντική θνησιμότητα, με την ιατρική να κάνει ακόμη τα πρώτα της βήματα σε πολλούς τομείς. «Εκείνο τον καιρό, ο θάνατος σου χτυπούσε την πόρτα και σου έλεγε γεια… Ήμαστε κοντύτερα στον θάνατο…πόλεμοι, σκοτωμοί, αυτοκτονίες» (σελ. 92-93). Πολλές και ενδιαφέρουσες σκέψεις λοιπόν: «Αυτό που ξέρουμε είναι ότι όταν πεθαίνουμε δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: ή να επιζούν με κάποιο τρόπο οι ψυχές και οι σκέψεις μας, να επιβιώνουν δηλαδή μετά τον θάνατο του σώματός μας ή να μην επιζούν. Στην πρώτη περίπτωση, ανοίγονται ένα σωρό πιθανότητες. Στη δεύτερη, το πράγμα τελειώνει εκεί. Τελεία και παύλα» (σελ. 308). Κι αν χάσουμε κάποιον που αγαπάμε; Πώς θα αντέξουμε, πού θα στηριχτούμε; Όσο κι αν δυσκολευτούμε, η αλήθεια είναι μία: «Ο χρόνος περνάει … Η δυνατή θλίψη μετατρέπεται σε μια πιο ήπια πίκρα, η πίκρα μετατρέπεται σε πένθος, το πένθος εντέλει σε ανάμνηση» (σελ. 337).
Το «Νεκρωταφίο Ζώων» είναι ένα συναρπαστικό, ανατρεπτικό και τρομακτικό μυθιστόρημα, γεμάτο διαχρονικές σκέψεις, καλολογικά στοιχεία που μετατρέπουν το καθαυτό κείμενο σε γκροτέσκο, άφθονες λεπτομέρειες στις περιγραφές και εκτενή επεισόδια που παρεμβάλλονται στην αφήγηση, καθώς και μακροσκελή όνειρα και λίγους μονόλογους, στοιχεία που όμως συμβάλλουν στην ατμοσφαιρικότητα του κειμένου και στην κλιμάκωση της ιστορίας. Μια ήσυχη καθημερινότητα, μια καινούργια αρχή, ένας θάνατος, ένα κοιμητήριο και μετά ο έλεγχος χάνεται, με ανυπολόγιστες συνέπειες για όλους. Ανατριχιαστικά αληθινά ή αληθοφανή περιστατικά παίζουν με το μυαλό του Λούις και του αναγνώστη φυσικά, με αποτέλεσμα το κείμενο να ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα στον σουρεαλισμό και την πραγματικότητα. Ένα μέρος όπου τα κατοικίδια θάβονται για πάντα ή και όχι, ένας τόπος απ’ όπου τα ζώα επιστρέφουν αλλαγμένα, σα να πήγαν κάπου και γύρισαν αλλά όχι εντελώς (αν ισχύει αυτό, πιάνει και με τους ανθρώπους; ), μια οικογένεια που θα δεχτεί ένα ισχυρό χτύπημα… Τελικά, πόση φρίκη μπορεί να αντέξει ο ανθρώπινος νους;
Πάνος Τουρλής