Μια γυναίκα στο φάσμα του αυτισμού κατηγορείται για τη δολοφονία του εξάχρονου αγοριού της. Είναι αθώα ή ένοχη; Η αστυνόμος που αναλαμβάνει την υπόθεση έχει να λύσει τα δικά της προβλήματα από το παρελθόν και να παλέψει με τους δικούς της δαίμονες. Θα καταφέρει λοιπόν να λύσει την υπόθεση ή θα μπλεχτεί συναισθηματικά με τη μητέρα του θύματος περισσότερο απ’ όσο πρέπει;
Το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα του Στέφανου Αλεξιάδη έχει ως κεντρικό θέμα την κακοποίηση και το σύνδρομο Άσπεργκερ. Η πλοκή εξελίσσεται σταδιακά, με τα μυστικά να βγαίνουν στο φως ένα προς ένα, δημιουργώντας ένα σασπένς που κορυφώνεται όσο πλησιάζουμε στο τέλος αλλά με μια έλλειψη δυναμικής στην αφήγηση. Μου άρεσε η ψυχοσύνθεση της Πετρίας, της φερόμενης ως δράστριας, γιατί δόθηκαν προσεγμένα η στάση, οι σκέψεις, η νοοτροπία και οι φοβίες ενός ατόμου με αυτισμό αλλά με υψηλή λειτουργικότητα. «Φταίω εγώ; Αληθινά, φταίω εγώ;», αναρωτιέται. Θέλει να μιλήσει αλλά δεν μπορεί, παραδέχεται στον εαυτό της. Προσπαθεί να καταλάβει γιατί ο γιος της δε ζει πλέον και καταριέται τον εαυτό της που δεν τον προστάτεψε. Πικραίνεται που όλοι πάντα τη θεωρούσαν παράλογη και κανένας δεν κατάλαβε ποτέ τι πραγματικά της συμβαίνει. Μετά το έγκλημα δε μιλάει σε κανέναν, αρνείται να φάει αλλά μέσα της εκφράζει σκέψεις, δισταγμούς, απορίες, προβληματισμούς γύρω από τα όσα συμβαίνουν κι έτσι προσπαθούσα κι εγώ μαζί της να καταλάβω αν όντως διέπραξε εκείνη το έγκλημα ή όχι. Με εξαίρεση λοιπόν την Πετρία, το κείμενο δεν καταφέρνει να βυθιστεί όσο πρέπει στα σκοτεινά νερά του αυτισμού ούτε να δημιουργήσει άλλα διεισδυτικά ψυχογραφήματα.
Ο άντρας της Πετρίας, Στάθης, προσπαθεί να καταλάβει τι συνέβη και γιατί έκανε η γυναίκα του μια τέτοια πράξη. Αρχίζει να γράφει λοιπόν ένα γράμμα που δε σκοπεύει να της το στείλει ποτέ κι έτσι ξεδιπλώνει τη γνωριμία του με κείνη και πώς την προσέγγισε, καταγράφει τη διαφορετική συμπεριφορά της που τον γοήτευσε, για τη φοβία της να απομακρυνθεί από το πατρικό της, για τις αλλαγές στη στάση της όποτε βλέπει τους γονείς της ή αναφέρονται σε αυτούς, για τις προσπάθειές του να κερδίσει την εμπιστοσύνη της και σταδιακά να τη βοηθήσει να βγαίνει έξω από το σπίτι, να μαθαίνει, να παρατηρεί, πώς κατέληξαν στον γάμο και πώς βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Μια τρυφερή ιστορία που με συγκίνησε και μου κράτησε το ενδιαφέρον, γεμίζοντας το βιβλίο αισιοδοξία μέχρι που φτάνει η πρώτη μεγάλη ανατροπή.
Η αστυνόμος Λουκία Θεοδοσίου προσπαθεί να επιβιώσει σ’ ένα αντροκρατούμενο εργασιακό περιβάλλον και δε σκύβει το κεφάλι στα σεξιστικά σχόλια των συναδέλφων της. Με αφορμή την υπόθεση της Πετρίας, έρχεται στη Θεσσαλονίκη με μετάθεση από τη ΓΑΔΑ ο υπαστυνόμος Δημήτρης Βάιος και ο διοικητής Ξαρχόπουλος, χωρίς να τη ρωτήσει, τη μεταφέρει σε άλλο γραφείο για να δώσει στον καινούργιο το δικό της. Προς αρχική δυσαρέσκεια της Θεοδοσίου, αναγκάζεται να συνεργαστεί με τον Βάιο στην υπόθεση της Πετρίας. Σύντομα διαπιστώνει πως ο υφιστάμενός της διαφέρει από τους άλλους κι αρχίζει να γεννιέται ανάμεσά τους κάτι που ίσως δε θα έπρεπε. Εκείνος προσπαθεί να ξεχάσει τη γυναίκα που τον απάτησε κι εκείνη έχει τραυματιστεί ψυχικά απ’ όσα βίωσε στο παρελθόν. Τι κρύβει από τη Θεοδοσίου ο Βάιος και γιατί έφυγε από την Αθήνα; Ποια είναι η γυναίκα που επισκέπτεται κρυφά η Θεοδοσίου στις φυλακές Διαβατών; Θα καταφέρουν να αφεθούν στον έρωτα αυτοί οι δύο άνθρωποι και με τι συνέπειες;
Το μυθιστόρημα είναι μια καλή ιστορία γεμάτη ανατροπές και ενδιαφέροντα θέματα, με τη γραφή και την πλοκή να βελτιώνονται προς το τέλος, όταν φτάνουμε σε δύο σημαντικές αποκαλύψεις και όπου οι περιγραφές των σκηνών φέρνουν ανατριχίλα. Παρ’ όλ’ αυτά, τα μικρά κεφάλαια που διακόπτουν τη ροή σε κρίσιμο σημείο, οι διάφορες ιδιόμορφες και ασυνήθιστες παρομοιώσεις και μεταφορές («Το ένα δάκρυ ακολουθεί το άλλο σαν να τρέχουν σε μαραθώνιο για να διεκδικήσουν την πρώτη θέση στο πάνω χείλος σου», σελ. 85), κάποια μικρά παρένθετα περιστατικά που δεν έχουν σχέση με την καθαυτή πλοκή και απεικονίζουν διάφορα κακώς κείμενα ή άλλα περιστατικά της σημερινής σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας (με κορυφαία την ξαφνική εκτενή σχετικά βιβλιοφιλική συζήτηση μεταξύ των δύο αστυνόμων), κάποιες μικρές αβλεψίες στην πλοκή (όπως για παράδειγμα όταν η Θεοδοσίου επισκέπτεται την Πετρία πρώτη φορά στη φυλακή και τη βρίσκει με συγκρατούμενη οπότε ρωτάει ποια από τις δύο είναι, σα να μην είδε ειδήσεις ή τον φάκελό της που θα έχει σίγουρα φωτογραφία), όλα αυτά είναι γνωρίσματα που με ξένισαν αλλά δε μείωσαν το ενδιαφέρον μου για τις εξελίξεις.
Η «Οιμωγή» είναι ένα ενδιαφέρον αστυνομικό μυθιστόρημα που παρουσιάζει τις τραγικές συνέπειες της ρατσιστικής αντιμετώπισης της κοινωνίας σε ό,τι ξεχωρίζει και διαφέρει, που στηλιτεύει το κακοποιητικό περιβάλλον για την ψυχική υγεία όχι μόνο της μητέρας αλλά και του παιδιού και που γεμίζει τον αναγνώστη με ποικίλα συναισθήματα μέσα από μια ιστορία με απανωτές εκπλήξεις, τραγικότητα και μια μικρή νότα αισιοδοξίας.
Πάνος Τουρλής